- δικταμνίτης
- δικταμνίτης [νῑ] οἶνος wineA flavoured with dittany, Dsc.5.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δικταμνίτης — δικταμνίτης, ο (Α) οίνος αρωματισμένος με δίκταμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκταμνον + (παραγ. κατάλ.) ίτης*] … Dictionary of Greek